- παρ-αλουργής
παρ-αλουργής, ές, an beiden Seiten mit einem Saum od. Vorstoß von ächtem Purpur, Clearch. bei Ath. VI, 235 e; vgl. Poll. 7, 53, der erkl. τὸ ἑκατέρωϑεν παρυφασμένην ἔχον πορφύραν; u. Inscr. 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αλουργής, ές, an beiden Seiten mit einem Saum od. Vorstoß von ächtem Purpur, Clearch. bei Ath. VI, 235 e; vgl. Poll. 7, 53, der erkl. τὸ ἑκατέρωϑεν παρυφασμένην ἔχον πορφύραν; u. Inscr. 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
παραλουργής — ιων. τ. παραλοργής, ές, και παραλουργός, όν, Α 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή 2. (για πρόσ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που φορά ένδυμα με πορφυρή παρυφή και ο οποίος ήταν πιο επιφανής από εκείνον που φορούσε ολοπόρφυρο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek