- παρ-αλουργίς
παρ-αλουργίς, ίδος, ἡ, bes. fem. zu παραλουργής, Poll. 7, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αλουργίς, ίδος, ἡ, bes. fem. zu παραλουργής, Poll. 7, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλουργίς — ἁλουργίς ( ίδος), η (AM) πορφυρή εσθήτα αρχ. (ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον] … Dictionary of Greek
αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
παραλουργίς — ἡ, ΑΜ γυναικείο ένδυμα με πορφυρή παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁλουργίς «πορφυρό γυναικείο ιμάτιο»] … Dictionary of Greek