- παρα-ληπτός
παρα-ληπτός, angenommen, annehmbar, Ggstz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-ληπτός, angenommen, annehmbar, Ggstz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαράληπτος — εὐπαράληπτος, ον (Μ) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα ληπτός «εφαρμόσιμος»] … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek