άπαλο-τρεφής

άπαλο-τρεφής

άπαλο-τρεφής, ές, wohlgemästet, seist, σίαλος, Il. 21, 363; λειμῶνες, weichbegras'te, Anth. (App. 50).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοτρεφής — ὀλιγοτρεφής, ές (ΑΜ) λιπόσαρκος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυτρεφής — ές, ΜΑ πολυτραφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο τρεφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”