- παρ-αλείφω
παρ-αλείφω (s. ἀλείφω), daneben, an der Seite salben; σαυτοῦ παρ. τὰ βλέφαρα, Ar. Eccl. 406; Arist. rhet. 3, 4 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αλείφω (s. ἀλείφω), daneben, an der Seite salben; σαυτοῦ παρ. τὰ βλέφαρα, Ar. Eccl. 406; Arist. rhet. 3, 4 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
άλειφαρ — ἄλειφαρ ( ατος), το (Α) [ἀλείφω] η λ. ήδη μυκην. 1. μύρο, αρωματισμένο λάδι για επάλειψη ή το λίπος που χρησιμοποιείται ιδίως στις επικήδειες προσφορές 2. πίσσα, ρετσίνι ή άλλη κολλώδης ουσία, που χρησιμοποιούνταν για τη σφράγιση τών οινοδόχων… … Dictionary of Greek
αλίνω — ἀλίνω (Α) 1. λεπτύνω, τρίβω 2. επαλείφω, επιχρίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. αρχαϊκής πιθ. προελεύσεως, με σπάνια χρήση. Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με το ρ. ἀλείφω*. Συγκεκριμένα ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα *lei «βλεννώδης» με προθεματικό ἀ… … Dictionary of Greek
αλοιφώνω — [Α ἀλοιφῶ ( άω)] νεοελλ. 1. αλείφω την εσωτερική επιφάνεια πήλινου αγγείου με χημικό μίγμα για έμφραξη των πόρων του 2. βυθίζω σωλήνες ή παρόμοιο αντικείμενο μέσα σε διάλυση που περιέχει μόλυβδο αρχ. αλείφω, επιχρίω με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιφή … Dictionary of Greek
αναμυρίζω — ἀναμυρίζω (Μ) αλείφω ξανά με μύρο μετά το βάπτισμα, ξαναμυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μυρίζω (< μύρον) «αλείφω με μύρο». ΠΑΡ. μσν. ἀναμυρισμός] … Dictionary of Greek
λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
αλειπτός — ἀλειπτός, όν (Α) 1. αυτός που αλείφτηκε ή είναι κατάλληλος για επάλειψη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλειπτόν μύρο που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες τὰ ἀλειπτά φάρμακο για επάλειψη, αλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού ρ. ἀλείφω. ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek