- παρα-λεύσσω
παρα-λεύσσω, = παροράω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-λεύσσω, = παροράω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek