θῡμίημα

θῡμίημα

θῡμίημα, τό, ion. = ϑυμίαμα, Her. 1, 198 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυμίημα — θυμίημα, τὸ (Α) ιων. τ. τού θυμίαμα* …   Dictionary of Greek

  • θυμίημα — θῡμίημα , θυμίαμα incense neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”