παρα-λύω

παρα-λύω

παρα-λύω (s. λύω), 1) daneben, dabei, an od. von der Seite lösen; τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν νεῶν, Her. 3, 136; τὰ πλάγια τῶν γέῤῥων παραλύσαντες, Pol. 8, 6, 9, öfter; πεντήρεις παραλελυμέναι τοὺς ταρσο ύς, beraubt, 8, 6, 2; τὸν ϑώρακα παραλύων, Plut. Anton. 76, der auch das med. braucht, τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου, Cleomen. 37; – entfernen, παρέλυσε δ' ἂν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς πόνους, Eur. Andr. 304, vgl. Alc. 931; u. pass., Σμύρνη παρελύϑη σφέων ὑπὸ Ἰώνων, wurde abgelös't, getrennt, Her. 1, 149; – c. gen., Einen wovon losmachen, erlösen, befreien, παραλύει δυςφρόνων, Pind. Ol. 2, 52; Μαρδό νιον παραλύει τῆς στρατηγίης, entbindet ihn von seinen Feldherrnamt, entläßt ihn, Her. 6, 94; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατηΐης, befreie ihn vom Kriegsdienst, 7, 38, vgl. 5, 75; ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀϑηναίους τῆς ἐπ' αὐτὸν ὀργῆς παξυνάρχοντα, 8, 54; τρυφῆς ἤδη παραλυτέον, Plat. Legg. IX, 793 e; Folgde; παρέλυσε τοὺς ἐν Μακεδονίᾳ τῶν βασιλικῶν ὀφειλημάτων, Pol. 26, 5, 3; τῆς στρατείας παραλυϑῆναι, 12, 5, 2. – 2) von Schlagflüssen und von der Gicht, die Glieder an der einen Seite des Körpers lähmen, Med. – Pass., Arist. eth. 1, 13; übh. erschlaffen, an Kraft u. Schnelligkeit verlieren, von Kameelen, Her. 3, 105; vgl. σωματικῇ δυνάμει παραλελυμένος, Pol. 11, 24, 5; οἱονεὶ παραλελυ μένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, 20, 10, 9; ὡς ᾔσϑετο τραυμάτων πλήϑει παραλυόμενον ἑαυτόν, Plut. Pyrrh. 28, öfter, wie a. Sp. – 3) heimlich, Verbotenes aufmachen, erbrechen, σακκία τῶν χρημάτων D. Sic. 13, 106, u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • Paralysis — Not to be confused with Spasticity, Sensory loss, or Numbness. Paralysed redirects here. For other uses, see Paralysed (disambiguation). Paralyse redirects here. For the 2008 pop song, see Paralyse (song). For other uses, see Paralysis… …   Wikipedia

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… …   Православная энциклопедия

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”