λῡμα

λῡμα

λῡμα, τό (mit λύω u. λούω zshgd, vgl. lues), die Besudelung, Verunreinigung, der Schmutz, ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸςλύματα πάντα κάϑηρεν, Il. 14, 171; auch der abgewaschene Schmutz, den man wegwirft, οἱ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον, 1, 314; τόκου, die Reinigung der Wöchnerinnen, Callim. Iov. 15; vgl. Paus. 8, 41, 2; – δόμων, Kehricht, An. Rh. 4, 710; πόλεως, Strab. V p. 235 u. A. – Soph. Ai. 655, εἶμι πρός τε λουτράὡς ἂν λύμαϑ' ἁγνίσας ἐμὰ μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι ϑεᾶς, bildet den Uebergang zur sittlichen Befleckung, Schmach, λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφει, O. C. 809. – Auch = λυμη, Verderben, wie Aesch. Prom. 694 πήματα, λύματα, δείματα vrbdt, Eur. Troad. 608. – Bei Suid. auch das Einzulösende, das Pfand.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λῦμα — water used in washing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • λύμα — λύ̱μᾱ , λύμη outrage fem nom/voc/acc dual λύ̱μᾱ , λύμη outrage fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύμᾳ — λύ̱μᾱͅ , λύμη outrage fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύμη — λύμη, ἡ (Α) 1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα 2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.) 3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμα («καθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις… …   Dictionary of Greek

  • λύμαθ' — λύ̱ματα , λῦμα water used in washing neut nom/voc/acc pl λύ̱ματι , λῦμα water used in washing neut dat sg λύ̱ματε , λῦμα water used in washing neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύματ' — λύ̱ματα , λῦμα water used in washing neut nom/voc/acc pl λύ̱ματι , λῦμα water used in washing neut dat sg λύ̱ματε , λῦμα water used in washing neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυμαίνομαι — (I) λυμαίνομαι (Α) [λύμα (I)] καθαρίζω κάτι από λύμα, από βρομιά, αφαιρώ τον ρύπο, κάνω κάτι καθαρό («πολλοὺς οἶδα ἰητρούς, οἳ πολλὰ ἤδη ἐλυμήναντο», Ιπποκρ.). (II) (AM λυμαίνομαι) βλ. λυμαίνω …   Dictionary of Greek

  • λύμαρ — λῡμαρ, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) λύμα*, λύμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος αρχαϊκός τ. τού λῦμα (I)] …   Dictionary of Greek

  • λῦμ' — λῦμαι , λύμη outrage fem nom/voc pl λῦμα , λῦμα water used in washing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СОХА —    • Arātrum, αροτρον,          или плуг, орудие для разрыхления пахотной земли или для вспашки поля, изобретенное будто бы Бузигом или Триптолемом. Plin. 7, 56, 199. Гесиод изображает два вида греческого плуга (op. et. d. 431 слл.):        1.… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”