- παρα-θύριον
παρα-θύριον, τό, dim. von παραϑύρα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-θύριον, τό, dim. von παραϑύρα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
υπερθύριον — τὸ, Α το υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θύριον (< θύρα), πρβλ. παρα θύρι(ον)] … Dictionary of Greek