λῑμηρός

λῑμηρός

λῑμηρός, hungrig, u. dah. dürftig, nothleidend, kümmerlich, ἐργασία, Antp. Sid. 9, wie Ep. ad. 116 (VI, 47. 48), ὄργανον πενίης, ib. 667 (VII, 546), ἔρως, Theocr. 10, 57; πενίη, Man. 2, 456; auch in späterer Prosa, Alciphr. 1, 9; Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιμηρός — (I) λιμηρός, ά όν (Α) πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα («πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. ηρός (πρβλ. μελετ ηρός, υδατ ηρός)]. (II) λιμηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός πού έχει καλό… …   Dictionary of Greek

  • λιμηρά — λῑμηρά , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc pl λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc/acc dual λῑμηρά̱ , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc pl λιμηρά̱ , λιμηρός 2 hungry fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρόν — λῑμηρόν , λιμηρός 1 hungry masc acc sg λῑμηρόν , λιμηρός 1 hungry neut nom/voc/acc sg λιμηρός 2 hungry masc acc sg λιμηρός 2 hungry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρᾶς — λῑμηρᾶς , λιμηρός 1 hungry fem gen sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρᾷ — λῑμηρᾷ , λιμηρός 1 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) λιμηρός 2 hungry fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηράν — λῑμηρά̱ν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) λιμηρά̱ν , λιμηρός 2 hungry fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρῆς — λῑμηρῆς , λιμηρός 1 hungry fem gen sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρή — λῑμηρή , λιμηρός 1 hungry fem nom/voc sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμηρήν — λῑμηρήν , λιμηρός 1 hungry fem acc sg (epic ionic) λιμηρός 2 hungry fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”