- λῑτό-βιος
λῑτό-βιος einfach, sparsam lebend, Strab. XV, 701.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῑτό-βιος einfach, sparsam lebend, Strab. XV, 701.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικτρόβιος — οἰκτρόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που διάγει άθλιο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + βιος (< βίος), πρβλ. λιτό βιος, μακρό βιος] … Dictionary of Greek
λυχνόβιος — λυχνόβιος, ον (Α) αυτός που περνά τη ζωή του κοντά στο φως τού λύχνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + βίος (πρβλ. θαλασσό βιος, λιτό βιος)] … Dictionary of Greek
ολβιόβιος — ὀλβιόβιος (Α) (ως προσωνυμία τού Ηρακλέους) 1. αυτός που παρέχει ευτυχισμένη ζωή, όλβιο βίο 2. (κατ άλλη ερμην.) αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + βίος (πρβλ. λιτό βιος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Δημώναξ — (2ος αι. μ.Χ.). Κύπριος φιλόσοφος που έζησε στην Αθήνα. Ο Λουκιανός έγραψε μία επαινετική βιογραφία του με τίτλο Δημώνακτος βίος. Καταγόταν από ευγενή οικογένεια, προτίμησε όμως τον λιτό βίο του κυνικού και έγινε μαθητής κυνικών φιλοσόφων της… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek