- λῆστις
λῆστις, ἡ, das Vergessen, die Vergessenheit, τὰ δ' ἐν μέσῳ ἢ λῆστιν ἴσχεις ἢ δι' οὐδενὸς ποιῇ, vergißt du, Soph. O. C. 590; Eur. Cycl. 171; Critias bei Ath. X, 432 e, v. l. λῆσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῆστις, ἡ, das Vergessen, die Vergessenheit, τὰ δ' ἐν μέσῳ ἢ λῆστιν ἴσχεις ἢ δι' οὐδενὸς ποιῇ, vergißt du, Soph. O. C. 590; Eur. Cycl. 171; Critias bei Ath. X, 432 e, v. l. λῆσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήστις — λῆστις, εως, ἡ (Α) 1. λήθη, λησμονιά («ὀρχηστύς θ ἅμα κακῶν τε λῆστις», Ευρ.) 2. φρ. «λῆστιν ἴσχω» λησμονώ, επιλανθάνομαι (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ τις (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, πρβλ. λήθη) με συριστικοποίηση τού θ προ τού τ (πρβλ. *πιθ τός > … Dictionary of Greek
λῆστις — forget fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῆστιν — λῆστις forget fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήσις — (I) λῆσις, εως, ἡ (Α) λήστις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή τού τ. ήταν λῆστις (βλ. λῆστις). Στα σύνθ. ο αρχαίος τ. συμμορφώθηκε προς τα πολλά θηλ. σε σις (πρβλ. ἔκ λησις, ἐπί λησις), από όπου και το απλό λῆσις]. (II) λῆσις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
επιληστικός — ἐπιληστικός, ή, όν (Μ) αυτός που λησμονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < *λαθ τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ τού ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον)] … Dictionary of Greek
λήσμων — λήσμων, ον (Α) επιλήσμων, ξεχασιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ μων (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, [πρβλ. λήθη] + επίθημα μων), πρβλ. γνώ μων, τλή μων. Το σ τού τ. αναλογικά προς τους άλλους τού λανθάνω με σ (πρβλ. λήστις)] … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek