- πραξείδιον
πραξείδιον, τό, dim. von πρᾶξις, E. M. 230, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραξείδιον, τό, dim. von πρᾶξις, E. M. 230, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραξείδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραξειδίοις — πραξείδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησείδιον — τὸ, Μ αποφθεγματική ρήση, απόφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆσις (πρβλ. πραξείδιον: πρᾶξις)] … Dictionary of Greek