παρδάλειος

παρδάλειος

παρδάλειος, auch 2 Endgn, = παρδάλεος, Sp.; φάρμακον, Arist. mirab. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρδάλειος — ον, και παρδαλαῑος, α, ον, και ιων. τ. παρδάλεος, ον, ΜΑ [πάρδαλις] 1. αυτός που μοιάζει με λεοπάρδαλη, κυρίως ως προς το στικτό δέρμα 2. αυτός που προέρχεται από λεοπάρδαλη («παρδάλειον στέαρ») 3. δόλιος και κακός …   Dictionary of Greek

  • παρδάλεος — η, ον, Α βλ. παρδάλειος …   Dictionary of Greek

  • παρδαλαίος — α, ον, Α βλ. παρδάλειος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”