οἰνιστήρια

οἰνιστήρια

οἰνιστήρια, τά, bei Phot. auch οἰνιαστήρια, sc. ἱερά, der Festtag u. das Opfer, wenn die athenischen Bürger ihren Söhnen, bevor sie unter die ἔφηβοι aufgenommen wurden, den Haarschopf, μαλλός od. κόννος, abschnitten u. dem Herakles ein Maß Wein darbrachten u. davon ihren φράτορες zutranken, VLL.; der Becher, aus dem sie tranken, hieß οἰνιστηρία, Pamphil. bei Ath. XI, 494.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἰνιστηρία — οἰνιστηρίᾱ , οἰνιστηρία cup fem nom/voc/acc dual οἰνιστηρίᾱ , οἰνιστηρία cup fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινιστηρία — οἰνιστηρία ἡ (Α) [οινιστήρια] το ποτήρι με το οποίο προσφερόταν κρασί κατά τα οινιστήρια …   Dictionary of Greek

  • οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… …   Dictionary of Greek

  • οἰνιστήρια — a measure of wine neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνιστηρίαν — οἰνιστηρίᾱν , οἰνιστηρία cup fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινίστρια — οἰνίστρια, ἡ (Α) η οἰνιστηρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνίζω (Ι) + επίθημα τρία (πρβλ. πολεμίσ τρια, τυμπανίσ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • οινιαστήρια — οἰνιαστήρια, τὰ (Α) βλ. οἰνιστήρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”