οἰκέτης

οἰκέτης

οἰκέτης, , der Hausbewohner, Hausgenosse; Aesch. Ag. 715 Ch. 726; εἴ του φίλων βλέψειεν οἰκετῶν δέμας, Soph. Trach. 904; Her. 8, 106, wo er nachher dafür τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα setzt, vgl. 144, wie Xen. Cyr. 4, 2, 2 u. Schol. Plat. Rep. V, 246. – Gew. Diener, Haussklave, Soph. O. R. 1114 O. C. 335; εἶχον οἰκέτην βίον, Eur. Ion 1373; so Ar. Nubb. 5 u. öfter; so Her. 6, 137. 7, 170; γυναῖκες καὶ οἰκέται, Thuc. 2, 4; Plat. oft, Legg. VIII, 848 a ἓν μὲν μέρος τοῖς ἐλευϑέροις, ἓν δὲ τοῖς το ύτων οἰκέταις, vgl. Theaet. 172 d; auch vrbdt er οἰκέτας τε καὶ δούλους, Legg. VI, 763 a; Xen. u. Folgde; Pol. setzt ἐξ ἀνάγκης hinzu, 39, 2, 4. Vgl. noch Ath. VI, 267 b u. Thom. Mag. v. δοὖλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… …   Dictionary of Greek

  • οἰκέτης — household slave masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέται — οἰκέτης household slave masc nom/voc pl οἰκέτᾱͅ , οἰκέτης household slave masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετᾶν — οἰκέτης household slave masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετέων — οἰκέτης household slave masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετῶν — οἰκέτης household slave masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέταιν — οἰκέτης household slave masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέταις — οἰκέτης household slave masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέταισιν — οἰκέτης household slave masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέτην — οἰκέτης household slave masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκέτου — οἰκέτης household slave masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”