- οἰκο-δομία
οἰκο-δομία, ἡ, = οἰκοδόμησις; einer Mauer, Thuc. 1, 93. 2, 65; Xen. Mem. 3, 1, 7; Plat. u. Folgde, wie Pol. 10, 22, 7; Luc. histor. conscr. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκο-δομία, ἡ, = οἰκοδόμησις; einer Mauer, Thuc. 1, 93. 2, 65; Xen. Mem. 3, 1, 7; Plat. u. Folgde, wie Pol. 10, 22, 7; Luc. histor. conscr. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θολοδομία — η το σύνολο τών εργασιών τής κατασκευής θόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + δομία (< δομος < δόμος < δέμω), πρβλ. οικο δομία, τειχο δομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek