παρα-βλώψ

παρα-βλώψ

παρα-βλώψ, ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφϑαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφϑαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυνοβλώψ — κυνοβλώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παρα βλώψ, υπο βλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε ωψ… …   Dictionary of Greek

  • Ανάβλεψ — (anableps). Γένος μικροκυπρίνων, ψαριών της οικογένειας των κυπρινοδοντιδών. Ζουν στα ποτάμια της τροπικής Αμερικής και κολυμπούν κοντά στην επιφάνεια του νερού με το μισό κεφάλι μέσα και το μισό έξω. Για τον λόγο αυτό τα μάτια τους έχουν… …   Dictionary of Greek

  • υποβλώψ — ῶπος, ὁ, ΜΑ αυτός που ρίχνει κλεφτές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βλώψ (< βλέπω), πρβλ. παρα βλώψ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”