οἰκός

οἰκός

οἰκός, ion. = ἐοικός, s. ἔοικα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἶκος — house masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκός — ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοχής, οίκος — Βλ. λ. πορνεία …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… …   Dictionary of Greek

  • οἶκοι — οἶκος house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶκον — οἶκος house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”