- παρ-αν-οίγνῡμι
παρ-αν-οίγνῡμι u. παρ-ανοίγω (s. οἴγνυμι), auf der Seite, ein wenig, nach und nach öffnen; παρανοίξειεν ἄν τις, Dem. 25, 28; ϑύρας, Luc. bis acc. 31; a. Sp., auch übtr., D. Hal. rhet. 10, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αν-οίγνῡμι u. παρ-ανοίγω (s. οἴγνυμι), auf der Seite, ein wenig, nach und nach öffnen; παρανοίξειεν ἄν τις, Dem. 25, 28; ϑύρας, Luc. bis acc. 31; a. Sp., auch übtr., D. Hal. rhet. 10, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παροίγνυμι — και παροίγω Α ανοίγω κάτι στα πλάγια ή ανοίγω λίγο, μισανοίγω («τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἴγνυμι / οἴγω «ανοίγω»] … Dictionary of Greek
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek