οἶκος

οἶκος

οἶκος, (eigtl. FΟΙΚΟΣ, vicus), – 1) Haus, Wohnung; Hom. oft, wie Hes. O., sowohl von dem regelmäßigen, festen Hause, als von der Lagerhütte des Achilleus, Il. 24, 471. 572, der Höhle des Kyklopen, Od. 9, 478, u. den Hütten der Landleute; Soph. Phil. 159 von der Höhle des Philoktet. Er braucht es Ai. 1000 u. sonst, wie Eur., auch für Heimath, Vaterland, wie wir, πρὸς οἶκον εύϑύνοντες εἰναλίαν πλάτην, Hec. 39; ϑεῶν, Her. 8, 143 u. sonst; κατ' οἴκους, zu Hause, 3, 79. 6, 39; ἐπ' οἴκου ἀναχωρεῖν, nach Hause zurückkehren, Thuc. 1, 87. 108; ἀπ' οἴκου εἶναι, von Hause entfernt, in der Fremde sein, 1, 99; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι, häusliches Ungemach, 2, 60. – 2) ein einzelnes Zimmerim Hause, Gemach, bes. das der Frauen, εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε, Od. 1, 356, vgl. 362. 19, 514. 598. Dah. auch der plur. von einem einzelnen Hause, das mehrere Zimmer in sich faßt, Od. 24, 417; so οἶκοι βασίλειοι, Aesch. Ag. 152 u. öfter, wie Soph. u. Eur., bes. von den Palästen der Könige. – Auch, bei Sp., Aufenthalt sowohl zahmer als wilder Thiere, Stall, Käfig, Lager, Bau. – 3) auch die ganze Hauswirthschaft, Haus u. Hof, Vermögen; οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il. 15, 498, u. oft in der Od., φϑινύϑουσιν ἔδοντες οἶκον ἐμόν 1, 251, ἐσϑίεταίμοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα 4, 318, καὶ κτήματα 7, 314, σοὶ δὲ ϑεοὶ ἄνδρα τε καὶ οἶκον καὶ ὁμοφροσύνην όπάσειαν 6, 181, Hausstand; οἴκων πατρῴων, Pind. N. 9, 14; οἱ κηδόμενοι τοῦ Ιελαμῶνος τηλόϑεν οἴκου, Soph. Ai. 203; vgl. ὁ βασιλῆος οἶκος, Her. 5, 31. 6, 9; τὸν οἶκον πάντα τὸν ἑωυτοῦ ἐπέδωκε, 7, 224; vgl. 3, 53; πᾶς ὁ οἶκος ὁ τοῦ πατρὸς οὕτως οἰκήσεται, Plat. Lach. 185 a; u. so bes. im Attischen Recht, im Ggstz gegen das eigentliche Haus, οἰκία, das ganze Vermögen, οἶκος τριηραρχῶν πεντετάλαντος, Is. 7, 42; ὀγδοηκοντατάλαντος, Lys. 26, 22; Dem. 27, 15; οἴκους πολυταλάντους ἀνατρέψασα, Luc. Tox. 14; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 379. – 4) Haus, Familie, Geschlecht, ὁ βασιλῆος οἶκος, Her. 5, 31. 6, 9; vgl. Thuc. 1, 137. – 5) Bei den Astrologen das Zeichen des Thierkreises, in welchem ein Planet regiert. Vgl. οἰκοδεσπότης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἶκος — house masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκός — ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοχής, οίκος — Βλ. λ. πορνεία …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… …   Dictionary of Greek

  • οἶκοι — οἶκος house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶκον — οἶκος house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”