- οἰστρο-βολέω
οἰστρο-βολέω, mit dem Stachel treffen, verwunden, τρεῖς δ' ἐμὲ ϑηλυμανεῖς οἰστροβολοῦσι Πόϑοι, Mel. 54 (IX, 16), wo man des folgdn ἦ γάρ τοι τρία τόξα κατείρυσεν wegen falsch οἰστοβολέω vermuthet hat, vgl. οἶστρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.