οὔ-τοι

οὔ-τοι

οὔ-τοι, doch nicht, gewiß nicht, wahrlich nicht, Hom. u. Folgde, auch getrennt geschrieben und durch dazwischentretende Partikeln getrennt; oft bei den Tragg.; auch in Prosa; οὔτοι μὲν οὖν, Plat. Phaedr. 271 b; ἀλλ' οὔτοι τούτων γε οὐδεμίαν οἶμαί σε βούλεσϑαι ῥητορικὴν καλεῖν Gorg. 450 e; Legg. II, 656 c; οὔτοι δή, Crit. 43 d; mit γέ, Alc. I, 124 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… …   Dictionary of Greek

  • τοί — ὁ lentil masc nom pl (epic) τοι , σύ thou dat 2nd sg (doric) σύ thou dat 2nd sg τοι , τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοι — σύ thou dat 2nd sg (doric) τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖ — σύ thou dat 2nd sg (doric) τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοΐ — Α (σε επιγρ.) άλλος τ. τού ουδ. τής δεικτ. αντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τοδί (βλ. λ. όδε)] …   Dictionary of Greek

  • τοί — (I) ταί, Α (άρθρ.) (ονομ. πληθ.) βλ. ο. (II) ταί, Α ονομ. πληθ. τής αναφ. αντων. ὅς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού άρθρου ὁ, ἡ, τό, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά και ως αναφορική αντωνυμία (βλ. λ. ο, η, το)] …   Dictionary of Greek

  • τόι — το, Ν είδος πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. toy] …   Dictionary of Greek

  • τοῖ' — τοῖο , ὁ lentil masc/neut gen sg (epic) τοῖα , τοῖος such neut nom/voc/acc pl τοῖε , τοῖος such masc voc sg τοῖαι , τοῖος such fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. — καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. См. Все можно, только осторожно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοί τοι πόσιος καὶ βρώσιος εἰσὶν ἑταῖροι. — См. При пиве, при бражке много братьев …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοί σέ τοι μισοῦσιν, ἂν σαυτὸν φιλεῖς. — См. Самолюб никому не люб …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”