- οὐδ-οπότερος
οὐδ-οπότερος, = οὐδέτερος, D. Hal. 2, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὐδ-οπότερος, = οὐδέτερος, D. Hal. 2, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπότερος — ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, έρα, ον (Α) (αντων.) 1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο 2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε 3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος … Dictionary of Greek