οὐκί

οὐκί

οὐκί, ion. für οὐχί, = οὐκ; bei Hom. immer am Ende des Satzes, gew. auch des Verses, nach einem vorangegangenen bejahenden Satzgliede, immer mit καί verbunden, ὅςτ' αἴτιος, ὅςτε καὶ οὐκί, Il. 15, 137, πόλλ' ἐτεά τε καὶ οὐκί, 20, 255, u. bes. ἤ κενἠὲ καὶ οὐκί, Od. 1, 268 u. öfter, vgl. 11, 493; Her. 1, 132. 173.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ουκί — οὐκί (Α) βλ. οὐ (Ι) …   Dictionary of Greek

  • οὐκί — οὐ in truth epic ionic (proclitic indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὐκ' — οὐκί , οὐ in truth epic ionic (proclitic indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐκ' — οὐκί , οὐ in truth epic ionic (proclitic indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐχ' — οὐκί , οὐ in truth epic ionic (proclitic indeclform adverb) οὐχί , οὐ in truth attic epic (proclitic indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • ετεός — ἐτεός, ή, όν (Α) 1. πραγματικός, αληθινός («εἰ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται ἠὲ καὶ οὐκί», Ομ. Ιλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεή η πραγματικότητα 3. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ἐτεῇ πράγματι, αληθινά 4. φρ. «εἰ ἐτεόν γε» αν πράγματι έτσι συμβαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • οά — ὀᾱ (Α) (ποιητ. σχετλιαστικό επιφών.) ουαί, φευ, αλίμονο («ὀᾱ, ὀᾱ, στενάγματος τοῡδε μὴ πόλις πύθηται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα που συνδέεται φωνολογικά προς το γνωστό επιφώνημα οὐκί*] …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Σαρακού — Ιάπωνας ζωγράφος, χαράκτης και ηθοποιός (γύρω στο 1790 μετά το 1825). Έζησε στην περίοδο Έντο, ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της σχολής «ουκί γιο ε» και συνδέεται με το όνομα του Ουταμάρο. Ως ζωγράφος πήρε το καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”