οὐρά

οὐρά

οὐρά, (verwandt mit ὄῤῥος), der Schwanz, Schweif; vom Löwen, οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωϑεν μαστίεται, Il. 20, 170; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες, Od. 10, 215, vgl. 17, 302; Eur. Rhes. 784; Soph. frg. 619 (der es nach Phot. auch für αἰδοῖον braucht); Her. 2, 47. 3, 113; Xen., Arist. u. Folgde. – Uebertr. a) das Hintertheil des Schiffes, wie πρύμνη. Und bes. – b) vom Heere, der Nachtrab, die Nachhut, Xen. An. 3, 4, 42 u. öfter; καλεῖ Ξενοφῶντα ἀπὸ τῆς οὐρᾶς, 3, 4, 38; προαγαγόντες καὶ τὴν οὐρὰν αὖϑις ποιησάμενοι κατὰ τοὺς πρώτους τῶν ἀτάφων, ἔϑαπτον, 6, 3, 6, nachdem sie mit dem Nachtrab bis zu den ersten Todten vorgerückt waren u. ihn dort hatten halten lassen; Pol. κατ' οὐρὰν προςπίπτοντες, 2, 67, 2; ἀπ' οὐρᾶς, 1, 77, 7. – Dah. κατ' οὐράν τινος ἕπεσϑαι im Rücken folgen, Xen. Cyr. 2, 3, 21; vgl. Ath. VII, 281 e; u. εἰς οὐρὰν ἐπανάγειν τὴν βάδισιν, rückwärts, Ael. H. A. 16, 33; τοὺς ἡμίσεις μὲν ἔμπροσϑεν, τοὺς ἡμίσεις δ' ἐπ' οὐρᾷ ἔχων, Xen. Hell. 4, 3, 4; ὁ κατ' οὐράν, der Hintermann, Cyr. 5, 3, 45.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οὐρά — οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc/acc dual οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρᾷ — οὐρά tail fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …   Dictionary of Greek

  • ουρά — η 1. το άκρο όπου τελειώνει η σπονδυλική στήλη των σπονδυλωτών ζώων: Ουρά του ελέφαντα, του αλόγου κτλ. 2. μτφ., καθετί που μοιάζει με ουρά: Ουρά χαρταετού, φορέματος, του γράμματος ρ, του αεροπλάνου κτλ. 3. οπισθοφυλακή στρατεύματος. 4. το τέλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… …   Dictionary of Greek

  • ούρα — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …   Dictionary of Greek

  • οὖρα — οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc pl οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχτοκουλ(λ)ούρα — η, Ν κουλούρα ψημένη σε καυτή στάχτη, στη χόβολη …   Dictionary of Greek

  • κούτσουρος — ούρα, ο κολοβός, με κομμένη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] …   Dictionary of Greek

  • οὐραγία — οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc/acc dual οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐραγίας — οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem acc pl οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”