παρδαλῆ

παρδαλῆ

παρδαλῆ, zsgz. = παρδαλέη, Poll. 4, 118.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρδαλή — και παρδαλέη και δωρ. τ. παρδαλέα, ἡ, Α το δέρμα τής λεοπάρδαλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα ῆ / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ ή)] …   Dictionary of Greek

  • παρδαλῆ — παρδαλέη leopard skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρδαλῇ — παρδαλέη leopard skin fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γατόπαρδος — Την ονομασία αυτή έχουν δύο είδη αιλουροειδών, ένα αφρικανικό και ένα αμερικανικό, που είναι γνωστό και ως αιλουροτίγρης. Ο αμερικανικός γ. έχει μήκος περίπου 1,40 μ. μαζί με την ουρά. Το σώμα του είναι δυνατό και ευκίνητο, τα πόδια του είναι… …   Dictionary of Greek

  • καταχέζω — (Α καταχέζω) νεοελλ. 1. αποπατώ πάρα πολύ 2. μτφ. βρίζω κάποιον πολύ άσχημα αρχ. χέζω κάποιον που βρίσκεται αποκάτω («ἀπὸ κορυφῆς νύκτωρ γαλεώτης κατέχεσεν» από ψηλά τη νύχτα μια παρδαλή σαύρα τόν κουτσούλισε, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • πέστροφα — Κοινό όνομα μερικών τελεόστεων ψαριών του γένους σολομός (salmo), της οικογένειας των Σολομιδών. Τα ψάρια αυτά, η ταξινόμηση των οποίων μέχρι σήμερα αμφισβητείται, ζουν στα εσωτερικά νερά και στις θάλασσες της Ευρώπης. Κυριότερος εκπρόσωπος τους… …   Dictionary of Greek

  • παρδαλέα — ἡ, Α βλ. παρδαλῆ …   Dictionary of Greek

  • παρδαλέη — ἡ, Α βλ. παρδαλῆ …   Dictionary of Greek

  • παρδαλεύω — [παρδαλός] 1. είμαι παρδαλός, έχω ποικιλία χρωματισμού 2. μτφ. (κυρίως για γυναίκα) είμαι παρδαλή, έχω ελευθέρια ήθη …   Dictionary of Greek

  • παρδαλός — ή, ό 1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν τής λεοπάρδαλης 2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος 3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές 4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος 5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή γυναίκα ελευθέριων ηθών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”