- πραγματο-μαθής
πραγματο-μαθής, ές, der viele Geschäfte gelernt hat, weltklug, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραγματο-μαθής, ές, der viele Geschäfte gelernt hat, weltklug, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομομαθής — ές (ΑΜ νομομαθής, ές) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που γνωρίζει καλά τους νόμους, νομοδιδάσκαλος, νομικός («Παῡλος ὁ μέγας καὶ ὀνομαστός, ὁ νομομαθής», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + μαθής (< μανθάνω), πρβλ. πραγματο μαθής] … Dictionary of Greek