θίασος

θίασος

θίασος, (vielleicht von ϑεῖος, ϑειάζω), eine Versammlung, die einer Gottheit zu Ehren Opfer, Chöre, Aufzüge u. dgl. anstellt; bes. vom bacchischen Vereine, τὸ Βακχικὸν πλῆϑος, ὁ τῷ Διονύσῳ παρεπόμενος ὄχλος, Ath. VII, 362 e; Eur. Bacch. 679 ὁρῶ δὲ ϑιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν, u. so oft in diesem Stücke; Dem. 18, 260 τοὺς καλοὺς ϑιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, nachher der bacchische Aufzug beschrieben. Auch Ἡρακλέους ϑίασοι, Is. 9, 30; Μουσῶν, Ar. Th. 41; ἀνδρῶν, γυναικῶν, Ran. 156; übh. Versammlung, Schaar, Eur. ἔνοπλος, Phoen. 803; ἱπποβότας Κενταύρων I. A. 1059; ἡλίκων I. T. 1146; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Plat. Pol. 303 c, der Schwarm der Kentauren u. der Satyrn; Xen. Mem. 2, 1, 31. Nach Suid. brauchte es Ion ἐπὶ παντὸς ἀϑροίσματος. – Auch der Schmaus selbst, Ath. a. a. O.; vgl. noch Plut. qu. graec. 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θίασος — Bacchic revel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… …   Dictionary of Greek

  • θίασος — ο ομάδα ηθοποιών που ανεβάζει στη σκηνή διάφορα θεατρικά έργα: Δραματικός θίασος. – Συγκροτήθηκε θίασος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θιάσω — θίασος Bacchic revel masc nom/voc/acc dual θίασος Bacchic revel masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тиаз — (θίασος) в древнегреческ. культе экстатическая процессия, устраивавшаяся в честь каких то божеств (особенно Диониса); участники и участницы ее с криками, пением, плясками пробегали по улицам города и окрестностям. Судя по материалу, который дают… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ФИАС —    • Θίασος,          собственно шествие Вакха, см. Dionysus, Дионис, 9. Так назывались вообще все общества, имевшие общий культ, будь они составлены именно с этой целью или для взаимной поддержки, для общих удовольствий или занятий …   Реальный словарь классических древностей

  • συνανουβιασταί — Θίασος θρησκευτικών των αρχαίων Ελλήνων, που λάτρευαν τον αιγυπτιακό θεό Άνουβι. Οι λάτρεις του θεού αυτού ζούσαν στις παράλιες ελληνικές μικρασιατικές πόλεις και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. * * * οἱ, Α οι λάτρεις τού Αιγύπτιου θεού Ανούβιδος.… …   Dictionary of Greek

  • θιάσοιο — θίασος Bacchic revel masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιάσοις — θίασος Bacchic revel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιάσοισιν — θίασος Bacchic revel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιάσου — θίασος Bacchic revel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”