λίψ [2]

λίψ [2]

λίψ, λιβός, ἡ (λείβω), 1) das Ausgegossene, Quell, Tropfen, Trankopfer, φιλοσπόνδου λιβός, Aesch. Ch. 290, accus. λίβα, fr. 49. 65, wie Ep. ad. 261 (IX, 142); ὀλίγην μέλιτος λίβα, Ap. Rh. 4, 1454; Man. 1, 176. – 2) nach Hesych. auch πέτρα, ἀφ' ἧς ὕδωρ στάζει, also = λισσάς, steiler Felsen. Vgl. αἰγίλιψ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λίψ — 1 the SW. wind masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιψ — (I) λίψ, λιβός, ὁ (Α) βλ. λίβας. (II) λίψ, λιβός, ἡ (Α) (μόνο στη γεν. και αιτ. εν.) (ως ονομ. χρησιμοποιείται η λιβάς ή το λίβος) 1. ρεύμα, ρυάκι («μέλιτος λίβα», Απολλ. Ρόδ.) 2. λοιβή*, σπονδή («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θ. λιβ… …   Dictionary of Greek

  • λιβός — λίψ 1 the SW. wind masc gen sg λίψ 2 stream fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίβας — λίψ 1 the SW. wind masc acc pl λίψ 2 stream fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβί — λίψ 1 the SW. wind masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίβες — λίψ 1 the SW. wind masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Classical compass winds — The Tower of the Winds in Athens Classical compass winds refers to the naming and association of winds in Mediterranean classical antiquity (Ancient Greece and Rome) with the points of geographic direction and orientation. Ancient wind roses… …   Wikipedia

  • λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • λίβ' — λίβα , λίψ 1 the SW. wind masc acc sg λίβε , λίψ 1 the SW. wind masc nom/voc/acc dual λίβα , λίψ 2 stream fem acc sg λίβε , λίψ 2 stream fem acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγίλιψ — αἰγίλιψ ( ιπος), ο, η (Α) τόπος όπου δεν σκαρφαλώνουν ούτε κατσίκια, επομένως απόκρημνος, απότομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από αἰγι (< αἴξ, αἰγὸς) και λιψ. Το β συνθ. συνδέεται πιθ. με την ΙΕ ρίζα *leip, που σημαίνει («αλείφω» και) «σκαρφαλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”