- παρ-ανα-δύομαι
παρ-ανα-δύομαι (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ανα-δύομαι (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… … Dictionary of Greek