λάθα

λάθα

λάθα, , dor. = λήϑη, Pind.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάθα — λάθα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. λήθη …   Dictionary of Greek

  • λάθα — λάθᾱ , λάθος escape from detection neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) λά̱θᾱ , λᾶθος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) λά̱θᾱ , λήθη forgetting fem nom/voc/acc dual (doric) λά̱θᾱ , λήθη forgetting fem nom/voc sg (doric aeolic) λά̱θᾱ , λῆθος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθᾳ — λά̱θᾱͅ , λήθη forgetting fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακοιμώ — κατακοιμῶ, άω (Α) 1. κοιμάμαι χωρίς διακοπή, περνώ τη νύχτα «ξεῑνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», Ηρόδ.) 2. (συν. μτφ.) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («οὐδέ... λάθα κατακοιμάσῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιμῶ «βάζω… …   Dictionary of Greek

  • λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”