λάζυμαι

λάζυμαι

λάζυμαι, = λάζομαι, H. h. Merc. 316, ἐλάζυτο Ἑρμῆν ἐπὶ βουσίν, er faßte, ertappte den Hermes über den entwendeten Rindern; oft Hippocr.; Eur. λάζυσϑε Bacch. 503, λάζυσϑαι Herc. Fur. 943; λάζυσϑε τῆς κύλικος, haltet euch an den Becher, Ar. Lys. 209; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάζυμαι — (Α) βλ. λάζομαι …   Dictionary of Greek

  • λάζυμαι — λάζομαι seize pres ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάζομαι — λάζομαι, επικ. και ιων. τ. λάζυμαι (Α) 1. λαμβάνω, παίρνω, δράττομαι, αρπάζω (α. «λάζετο δὲ μάστιγα καὶ ἡνία», Ομ. Ιλ. β. «πάλιν δ ὅ γε λάζετο μῡθον», Ομ. Ιλ.) 2. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται («λάζυται τὴν γονήν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • απολάζυμαι — ἀπολάζυμαι (Α) [λάζυμαι] απολαμβάνω* …   Dictionary of Greek

  • επιλάζυμαι — ἐπιλάζυμαι (Α) κλείνω στερεά, κρατώ κλειστό («ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λάζυμαι «αρπάζω, πιάνω γερά»] …   Dictionary of Greek

  • προλάζυμαι — Α (ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαι («προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι «λαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσλάζυμαι — Α (αποθ.) κρατιέμαι επί πλέον από κάπου («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι* «λαμβάνω, δράττομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υπολάζυμαι — Α υπολαμβάνω, θεωρώ, νομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) + λάζυμαι / λάζομαι* «λαμβάνω, παίρνω»] …   Dictionary of Greek

  • (s)lā̆ gʷ- —     (s)lā̆ gʷ     English meaning: to grab     Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen”     Material: Gk. (ep. Ion.) λάζομαι (present and Impf.) “take, catch, ergreife (*λαγ(ʷ)ι̯ω); after αἴνυμαι is Ion. Att. λάζυμαι, böot. λαδδουσθη reshaped;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”