λάζυμαι — (Α) βλ. λάζομαι … Dictionary of Greek
λάζυμαι — λάζομαι seize pres ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάζομαι — λάζομαι, επικ. και ιων. τ. λάζυμαι (Α) 1. λαμβάνω, παίρνω, δράττομαι, αρπάζω (α. «λάζετο δὲ μάστιγα καὶ ἡνία», Ομ. Ιλ. β. «πάλιν δ ὅ γε λάζετο μῡθον», Ομ. Ιλ.) 2. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται («λάζυται τὴν γονήν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
απολάζυμαι — ἀπολάζυμαι (Α) [λάζυμαι] απολαμβάνω* … Dictionary of Greek
επιλάζυμαι — ἐπιλάζυμαι (Α) κλείνω στερεά, κρατώ κλειστό («ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λάζυμαι «αρπάζω, πιάνω γερά»] … Dictionary of Greek
προλάζυμαι — Α (ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαι («προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι «λαμβάνω»] … Dictionary of Greek
προσλάζυμαι — Α (αποθ.) κρατιέμαι επί πλέον από κάπου («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι* «λαμβάνω, δράττομαι»] … Dictionary of Greek
υπολάζυμαι — Α υπολαμβάνω, θεωρώ, νομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) + λάζυμαι / λάζομαι* «λαμβάνω, παίρνω»] … Dictionary of Greek
(s)lā̆ gʷ- — (s)lā̆ gʷ English meaning: to grab Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen” Material: Gk. (ep. Ion.) λάζομαι (present and Impf.) “take, catch, ergreife (*λαγ(ʷ)ι̯ω); after αἴνυμαι is Ion. Att. λάζυμαι, böot. λαδδουσθη reshaped;… … Proto-Indo-European etymological dictionary