λογίζομαι

λογίζομαι

λογίζομαι, dep. med., fut. λογιοῦμαι, Dem. 19, 57, rechnen, zusammenrechnen, berechnen; καὶ πρῶτον μὲν λόγισαι φαύλως μὴ ψήφοις, ἀλλ' ἀπὸ χειρός Ar. Vesp. 656; τοὺς τόκους Nubb. 20; auch = in Rechnung bringen, τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασϑαι δώδεκα Plut. 381. – So auch Her. 2, 145. 7, 28. 191; überrechnen, Lys. 19, 9; τινί, Einem anrechnen, 32, 21 ff.; vgl. Dem. 27, 90 ἐμοὶ τὰ ἀναλώματα λογισϑῆναι οὐ προςήκει u. ib. 46; καὶ ἀριϑμεῖν, Plat. Rep. VII, 522 e; vgl. noch Xen. Cyr. 3, 1, 19, χρήματα σὺν τοῖς ϑησαυροῖς, οἷς ὁ πατὴρ κατέλιπεν, ἐστὶν εἰς ἀργύριον λογισϑέντα τάλαντα πλείω τῶν τριςχιλίων, wie auch wir sagen: nach Silber od. Gold berechnet, Hell. 6, 1, 19; Her. 3, 95 braucht so auch λογιζόμενον passivisch. – Auch = wozuv zählen, rechnen, τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ ϑεῶν λογίζονται εἶναι, sie rechnen ihn zu den acht Göttern, Her. 2, 46, vgl. 8, 136; u. darnach häufiger = im Geiste, usammenrechnen, erwägen, urtheilen, schließen, Soph. Ai. 823 O. R. 461; u. bes, in Prosa, Her. 7, 176. 8, 33 u. öfter; ἐκ τούτων τῶν λόγων λογίζομαι τοιόνδε τι συμβαίνειν, ich nehme daraus ab, Plat. Gorg. 524 b; πρὸς ἐμαυτὸν ἐλογιζόμην ὅτι, ich überlegte bei mir, Apol. 21 d; λογ. καὶ ἐνϑυμηϑῆναι τὰ πράγματα Dem. 1, 21; εὑρήσεις δὲ καὶ σύ, ἢν ὀρϑῶς λογίζῃ, ἀληϑῆ λέγοντα Xen. Cyr. 2, 2, 7; τὰ ξυμφέροντα, seinen Vortheil er wägen, Thuc. 1, 76; Folgende. – Sp. εἰς οὐδὲν λογισϑῆναι, für Nichts geachtet werden. – Τὸ λελογισμένον, = λογισμός, Luc. Nigr. 1; vgl. Eur. I. A. 386.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λογίζομαι — count pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — λογίστηκα, λογισμένος 1. θεωρούμαι, λογιέμαι, λογαριάζομαι: Λογίζεται σοφός. 2. σκέφτομαι, λογαριάζω: Λογίζομαι το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λελογισμένα — λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc pl λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc/acc dual λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζεσθε — λογίζομαι count pres imperat mp 2nd pl λογίζομαι count pres ind mp 2nd pl λογίζομαι count imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένον — λογίζομαι count perf part mp masc acc sg λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένων — λογίζομαι count perf part mp fem gen pl λογίζομαι count perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογίσμεθα — λογίζομαι count perf ind mp 1st pl λογίζομαι count plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζομένων — λογίζομαι count pres part mp fem gen pl λογίζομαι count pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζόμεθα — λογίζομαι count pres ind mp 1st pl λογίζομαι count imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”