λογάς

λογάς

λογάς, άδος, ἡ, auserlesen, ausgewählt; νεηνίαι, Her. 1, 36. 43, vgl. 8, 124. 9, 21. 63; Ἀργείων οἱ χίλιοι λογάδες Thuc. 5, 67; dem ἐκλεκτός entsprechend, 6, 100 u. Sp.; neben ἐπίλεκτος, Hdn. 8, 5, 11; προὔπεμψε λογάδας ἐπιλέκτους 2, 13, 21. – Λίϑοι λογάδες, aufgelesene Feldsteine, Paus. 7, 22, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λογάς — picked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… …   Dictionary of Greek

  • λογάς — ο θηλ. ού ο φλύαρος, ο πολυλογάς, αυτός που δίνει πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τις τηρεί: Δεν εμπιστεύομαι αυτόν το βουλευτή, είναι λογάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λόγας — λόγᾱς , λογάω to be fond of talking imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάδα — λογάς picked masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάδι — λογάς picked masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογάδος — λογάς picked masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακολογάς — ο 1. αυτός που μιλά για τους άλλους άσχημα, που κακολογεί, κακολόγος 2. αυτός που μιλά με θρασύτητα 3. αυτός που συνήθως μιλά απρεπώς, ο βωμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λογάς, πρβλ. πολυ λογάς] …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • πολυλογάς — ο, θηλ. πολυλογού, ουδ. πολυλογούδικο αυτός που λέει πολλά λόγια, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογάς (II) (πρβλ. ψευτο λογάς)] …   Dictionary of Greek

  • καταλογάδην — (AM καταλογάδην) επίρρ. (για ομιλία, απαγγελία ή γράψιμο) όπως μιλάει ή όπως συζητάει κανείς, σε αντιδιαστολή προς τους όρους «έμμέτρως» ή «μετά μέτρου» ή «με μέτρο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λογ άδ ην (< λογάς < λέγω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”