λογο-γράφος

λογο-γράφος

λογο-γράφος, in Prosa schreibend, im Ggstz des Dichters, Arist. rhet. 2, 11 u. Rhett., vgl. Schäfer zu D. Hal. p. 191; bes. – a) der Reden für Andere, für Geld schreibt, die sie vor Gericht halten, Plat. Phaedr. 258 c, Din. 1, 111; ὁ αὐτοῖς ἀπολογίαν μηχανώμενος, Aesch. 1, 94; gew. mit einem verächtlichen Nebenbegriff, vgl. Dem. 19, 246, λογογράφους τοίνυν καὶ σοφιστὰς ἀποκαλῶν τοὺς ἄλλους καὶ ὑβρίζειν πειρώμενος, αὐτὸς τούτοις ἔνοχος. – b) die ältesten griechischen Geschichtschreiber von Kadmus aus Milet an bis Herodot, weil sie Geschichte in Prosa, λόγοι, im Ggstz der μῠϑοι, der epischen Dichter, zuerst darstellten, Thuc. 1, 21; Pol. 7, 7, 1; vgl. Kreuzers histor. Kunst der Griechen p. 63 ff. 107.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηθογράφος — ο (AM ἠθογράφος) ο συγγραφέας που ασχολείται με την ηθογραφία, που απεικονίζει, που περιγράφει με παραστατικότητα στα έργα του τα ήθη, τους χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. αυτός που απεικονίζει με τη ζωγραφική το ήθος, τον χαρακτήρα, την… …   Dictionary of Greek

  • λογογράφος — ο και η (Α λογογράφος) ο λογοτέχνης που γράφει σε πεζό λόγο, πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή αρχ. 1. ιστορικός συγγραφέας («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν ὑπέρ τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», Πολ.) 2. (μερικές φορές ως… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • παντογράφος — Όργανο κατάλληλο για τη γραφική αναπαραγωγή ενός σχεδίου σε διαστάσεις διαφορετικές από το πρωτότυπο. Η λειτουργία του π. βασίζεται στην ιδιότητα των όμοιων σχημάτων, τα οποία μηχανικά αναπαράγονται από ένα αρθρωτό παραλληλόγραμμο. Ο απλούστερος… …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

  • παράγραφος — η, ΝΑ, και παράγραφος, ή, Ν νεοελλ. 1. μικρό τμήμα τού γραπτού πεζού λόγου, ενδιάμεση ενότητα κειμένου που αποτελείται από περιόδους, έχει μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια και συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά και σημειώνεται είτε με ένα λευκό… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφία — η διαταραχή που απαντά συνήθως στον γραπτό λόγο και συνίσταται σε σύγχυση ή παρεκτόπιση γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paragraphia (< παρ[α] * + γραφία < γραφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • υδρογράφος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην υδρογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται στον Πρυτανικό λόγο τού 1865] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”