- λοιδορία
λοιδορία, ἡ, das Schelten, Schmähen, Lästern; Thuc. 2, 84; ἐκ λοιδορίας διαφϑείρειν Antiph. II α 4; Plat. Theaet. 174 c u. öfter; τὸ πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες Dem. 10, 75; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδορία, ἡ, das Schelten, Schmähen, Lästern; Thuc. 2, 84; ἐκ λοιδορίας διαφϑείρειν Antiph. II α 4; Plat. Theaet. 174 c u. öfter; τὸ πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες Dem. 10, 75; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοιδορία — λοιδορίᾱ , λοιδορία railing fem nom/voc/acc dual λοιδορίᾱ , λοιδορία railing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίᾳ — λοιδορίαι , λοιδορία railing fem nom/voc pl λοιδορίᾱͅ , λοιδορία railing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορία — η (AM λοιδορία) [λοιδορώ] ύβρη, κακολογία, χλευασμός, ονειδισμός («τὸ πρᾱγμ εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
λοιδορία — η βρισιά, χλευασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιδορίας — λοιδορίᾱς , λοιδορία railing fem acc pl λοιδορίᾱς , λοιδορία railing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίαι — λοιδορία railing fem nom/voc pl λοιδορίᾱͅ , λοιδορία railing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίαν — λοιδορίᾱν , λοιδορία railing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδοριῶν — λοιδορία railing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίαις — λοιδορία railing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίην — λοιδορία railing fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… … Dictionary of Greek