λοιγός

λοιγός

λοιγός, (vgl. λυγρός, λευγαλέος), Unheil, Verderben, Tod; ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι, von der Pest, Il. 1, 67, u. oft vom Tode in der Schlacht, auch von der Zerstörung der Schiffe, 16, 80; ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου, Pind. N. 9, 37; βοᾷ γὰρ λοιγὸν Ἐρινύς, Aesch. Ch. 396, vgl. Suppl. 663; sp. D., die es auch adj. = λοίγιος brauchen, wie λοιγὸν ὀδόντα Nic. Ther. 6, u. nach richtiger Emendation Eryc. 12 (VII, 368) λοιγὸς Ἄρης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοιγός — ruin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγός — (I) λοιγός, οῡ, ὁ (Α) καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leig , η οποία είχε και πρόθημα *o leig . Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • λοιγοῖο — λοιγός ruin masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγοῦ — λοιγός ruin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιγόν — λοιγός ruin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • σκυθολοιγός — όν, Μ αυτός που εξολοθρεύει τους Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + λοιγός «καταστροφή, όλεθρος» (πρβλ. βροτο λοιγός)] …   Dictionary of Greek

  • αθηρηλοιγός — ἀθηρηλοιγός, ο (Α) αυτός που καταστρέφει τους αθέρες, τα γένια τού σταχυού, το λιχνιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + λοιγὸς (= καταστροφή, βλάβη, όλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • βροτολοιγός — βροτολοιγός, όν (Α) ο ολέθριος για τους θνητούς, εκείνος που αφανίζει ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + λοιγός «καταστροφή, φθορά»] …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • λοίγιος — λοίγιος, ον (Α) [λοιγός (I)] 1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι ἔσεσθαι» νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια ονομασία διαφόρων δηλητηρίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”