λοιγός — ruin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιγός — (I) λοιγός, οῡ, ὁ (Α) καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leig , η οποία είχε και πρόθημα *o leig . Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας… … Dictionary of Greek
λοιγοῖο — λοιγός ruin masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιγοῦ — λοιγός ruin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιγόν — λοιγός ruin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek
σκυθολοιγός — όν, Μ αυτός που εξολοθρεύει τους Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + λοιγός «καταστροφή, όλεθρος» (πρβλ. βροτο λοιγός)] … Dictionary of Greek
αθηρηλοιγός — ἀθηρηλοιγός, ο (Α) αυτός που καταστρέφει τους αθέρες, τα γένια τού σταχυού, το λιχνιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + λοιγὸς (= καταστροφή, βλάβη, όλεθρος)] … Dictionary of Greek
βροτολοιγός — βροτολοιγός, όν (Α) ο ολέθριος για τους θνητούς, εκείνος που αφανίζει ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + λοιγός «καταστροφή, φθορά»] … Dictionary of Greek
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
λοίγιος — λοίγιος, ον (Α) [λοιγός (I)] 1. ολέθριος, καταστρεπτικός («οἴω λοίγι ἔσεσθαι» νομίζω ότι θα είναι ολέθριο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοίγια ονομασία διαφόρων δηλητηρίων … Dictionary of Greek