θημωνία

θημωνία

θημωνία, , od. ϑημωνιά, = ϑημονία, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θημωνιά — θημωνιά̱ , θημωνιά fem nom/voc/acc dual θημωνιά̱ , θημωνιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημωνιᾷ — θημωνιά fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημωνιά — και θημωνία και θεμωνιά (ΑΜ θημωνιά και στον Ησύχ. και θειμωνία και θημονιά) [θημών] νεοελλ. μσν. ο σωρός που σχηματίζεται από δεμάτια θερισμένων σιτηρών ή χόρτων αρχ. κάθε σωρός …   Dictionary of Greek

  • θημωνιά — η σωρός από δεμάτια θερισμένων σιτηρών: Φέτος έφτιαξε την πιο μεγάλη θημωνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θημωνιάν — θημωνιά̱ν , θημωνιά fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημωνιάς — θημωνιά̱ς , θημωνιά fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημωνιαί — θημωνιά fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημωνιᾶς — θημωνιά fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημωνιῶν — θημωνιά fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημολογώ — θημολογῶ, έω (Α) συναθροίζω σε θημωνιά ή σε σωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θημολογώ σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους < θημωνολογώ < θημωνιά + λογώ (< λόγος < λόγος) πρβλ. κακο λογώ, σταχυο λογώ] …   Dictionary of Greek

  • αθημώνιαστος — και αθεμώνιαστος, η, ο [θημωνιάζω] αυτός που δεν στοιβάχτηκε σε θημωνιά, αστοίβαχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”