- λοχάζω
λοχάζω, = λοχάω, med., Euen. 16 (IX, 251), τινί
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοχάζω, = λοχάω, med., Euen. 16 (IX, 251), τινί
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοχάζω — (Α) [λόχος] (ενεργ. και μέσ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι … Dictionary of Greek