λοχητικός, auflauernd im Hinterhalt, Adamant. physiogn. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοχητικός — λοχητικός, ή, όν (Α) [λοχητής] 1. επιτήδειος στο να ελλοχεύει, να ενεδρεύει 2. μτφ. πανούργος, δόλιος, επίβουλος … Dictionary of Greek
λοχητικόν — λοχητικός lying in wait masc acc sg λοχητικός lying in wait neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)