- λοφνία
λοφνία, ἡ, = λοφνίς, Ath. XV, 701 a, vgl. 699 d, φάσκων οὕτω καλεῖσϑαι τὴν ἐκ τοῦ φλοιοῦ λαμπάδα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοφνία, ἡ, = λοφνίς, Ath. XV, 701 a, vgl. 699 d, φάσκων οὕτω καλεῖσϑαι τὴν ἐκ τοῦ φλοιοῦ λαμπάδα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοφνία — λοφνία, ἡ (Α) η λοφνίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λοφνίς] … Dictionary of Greek
λοφνίς — λοφνίς, ίδος, ἡ (Α) δάδα από φλοιό δένδρου και ιδίως από κλήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λοφνίς, λοφνία εμφανίζουν επίθημα ίς, ία και ανάγονται σε *λόφνος (πιβ. < *λόπ σν ο, που συνδέεται με λέπω «ξεφλουδίζω», λοπός «φλοιός» και εμφανίζει επίθημα σν ο,… … Dictionary of Greek