- παρα-δράω
παρα-δράω, Jemandem dienen, τινί τι, οἷάτε τοῖς ἀγαϑοῖσι παραδρώωσι (gedehnt aus παραδρῶσι) χέρηες, Od. 15, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-δράω, Jemandem dienen, τινί τι, οἷάτε τοῖς ἀγαϑοῖσι παραδρώωσι (gedehnt aus παραδρῶσι) χέρηες, Od. 15, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek