παρ-αγώγιον

παρ-αγώγιον

παρ-αγώγιον, τό, Durchgangszoll, den vorbei- od. durchfahrende Schiffe entrichten, Pol. 4, 47, 3, vgl. Poll. 9, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παραγώγιον — τὸ, ΜΑ μσν. πηγή ή πηγάδι αρχ. λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγώγιον] …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάζω — 1. δίνω, παρέχω υποζύγιο επ’ αμοιβή, μισθώνω 2. παίρνω ζώο με αγώγι, μισθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγώγιον κατά το ενοικιάζω. ΠΑΡ. αγώγιασμα, αγωγιαστήριο] …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • αγώγι — και αγώι, το (Α ἀγώγιον) μεταφορά πράγματος (με αγωγιάτη) νεοελλ. 1. η αμοιβή για τη μεταφορά αυτή (ο όρος μόνο για τη μεταφορά που γίνεται με ζώα ή με άμαξα στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος κόμιστρο και για τις θαλάσσειες μεταφορές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”