- λακκό-πρωκτος
λακκό-πρωκτος, = εὐρύπρωκτος, Ar. Nubb. 1330; Cephisodor. bei Ath. XV, 689 f; vgl. Poll. 6, 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λακκό-πρωκτος, = εὐρύπρωκτος, Ar. Nubb. 1330; Cephisodor. bei Ath. XV, 689 f; vgl. Poll. 6, 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συκόπρωκτος — ον, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αιμορροΐδες στον πρωκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, λακκό πρωκτος)] … Dictionary of Greek