παρα-κίναιδος

παρα-κίναιδος

παρα-κίναιδος, ὁ, = κίναιδος, Diog. L. 4, 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • BATALUS — tibicen lascivus, primum omnium calceis femineis in scena usus est, artemque tibiarum omni mollitie depravavit, a quo dissolutos et parum viros Batalos vocant; tale fuit Demostheni cognomen, teste Cael. Rhodig. l. 5. c. 13. Libamus, Ι῾ςτόρηται… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού …   Dictionary of Greek

  • παμπαθής — παμπαθής, ές (Α) 1. αυτός που υποφέρει πάρα πολύ 2. κίναιδος 3. χαρακτηρισμός εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + παθής (< πάθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”