λαβύρινθος

λαβύρινθος

λαβύρινθος (s. nom. pr.), , nach den berühmten Gebäuden Aegyptens u. Kreta's werden übh. vielfach verschlungene Irrgänge so genannt, bes. auch übertr. auf Reden u. Untersuchungen, ὥςπερ εἰς λαβύρινϑον ἐμπεσόντες οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι, περικάμψαντες πάλιν ὥςπερ ἐν ἀρχῇ τῆς ζητήσεως ἀνεφάνημεν ὄντες, Plat. Euthyd. 291 b; ἀποκρινόμενον λαβυρίνϑου σκολιώτερα, verschlungener, d. i. schwer zu verstehen, D. Hal. iud. Thuc. 40; vgl. Luc. bis accus. 21; ἀγκύλους λόγους καὶ λαβυρίνϑοις ὁμοίους, Icaromen. 29; dah. Beiname eines Philosophen, conv. 6; u. das dunkle Gedicht des Lykophron heißt πολύγναμπτοι λαβύρινϑοι, Ep. ad. 564 (IX, 191); – εἰνάλιος λαβ. ist die vielfach gewundene Meerschnecke, Theodorid. 2 (VI, 224). – Auch Fischerreuse, ἐκ σχοίνων λαβ., Theocr. 21, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαβύρινθος — labyrinth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • λαβύρινθος — ο 1. μεγάλο οικοδόμημα με περίπλοκη διαρρύθμιση ώστε να γίνεται πολύ δύσκολη η εύρεση της εξόδου: Ο Μινώταυρος ζούσε σε λαβύρινθο. 2. μτφ., περίπλοκος συλλογισμός, αδιέξοδο: Λαβύρινθος είναι η σκέψη σου. 3. μέρος του αυτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαβυρίνθοις — λαβύρινθος labyrinth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβυρίνθου — λαβύρινθος labyrinth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβυρίνθους — λαβύρινθος labyrinth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβυρίνθων — λαβύρινθος labyrinth masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβυρίνθῳ — λαβύρινθος labyrinth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβύρινθε — λαβύρινθος labyrinth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβύρινθοι — λαβύρινθος labyrinth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβύρινθον — λαβύρινθος labyrinth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”