- λαμυρίς
λαμυρίς, ίδος, ἡ, = λωγάνιον, gehol. Luc. Lexiph. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμυρίς, ίδος, ἡ, = λωγάνιον, gehol. Luc. Lexiph. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμυρίς — λαμυρίς, ίδος, ἡ (Α) το λιπαρό δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λωγάνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. λαμυρός] … Dictionary of Greek
λαμυρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμυρίδα — λαμυρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμώρη — (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «λαμυρίς» 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «πρυτανεῑον» … Dictionary of Greek
λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… … Dictionary of Greek