παρα-κέλομαι

παρα-κέλομαι

παρα-κέλομαι (s. κέλομαι), zurufen, aufrufen, Ap. Rh. 4, 1668, ἃς παρεκέκλετ' ἀοιδαῖς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρακέκλετ' — παρακέκλετο , παρά κέλομαι urge aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”